ἱερακιδεύς

ἱερακιδεύς
ἱερᾱκ-ῐδεύς, έως, ,
A young hawk, eyass, Eust.753.56.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιερακιδεύς — ἱερακιδεύς, έως, ό (Μ) [ιέραξ] ο νεοσσός τού γερακιού …   Dictionary of Greek

  • ἱερακιδεῖς — ἱερακιδεύς young hawk masc acc pl ἱερακιδεύς young hawk masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”